βοτανισμός

βοτανισμός
βοτᾰν-ισμός, ,
A weeding, GP.2.24 tit., BGU197.17 (i A. D.), PFlor. 20.22 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βοτανισμοῦ — βοτανισμός weeding masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτάνισμα — το (Μ βοτανισμός, ο) [βοτανίζω] το ξερίζωμα των άγριων φυτών από καλλιεργημένη περιοχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”